- δράκαινα
- Κοινή ονομασία των ψαριών του γένους τραχίνος (βλ. λ.).
* * *η (AM δράκαινα)1. θηλ. τού δράκος, η γυναίκα τού δράκου, η λάμιαμσν.- νεοελλ.ζωολ. είδος ψαριού, ιχθύς ο τραχίνος, το δρακόνινεοελλ.1. μτφ. πολύ σκληρή γυναίκα2. ζωολ. είδος μεγάλης σαύρας τής οικογένειας τών τεγιιδών3. βοτ. είδος ποωδών φυτών τής οικογένειας τών λειριοειδώναρχ.είδος μαστιγίου.
Dictionary of Greek. 2013.